τράτο

τράτο
το άκλ.
1) время;

δεν έχω τράτο να... — у меня нет времени...;

2) промежуток;
3) разбег;

παίρνω τράτο — разбегаться


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τράτο" в других словарях:

  • τράτο — τράτο, το και τράτας, ο (λ. ιταλ.) 1. διάστημα τοπικό ή χρονικό αρκετό για κάποια πράξη, περιθώριο: Δεν έχει τράτο το κρεβάτι να κοιμηθούν δύο. – Έχει τράτο να διαβάσει για τις εξετάσεις. 2. φόρα, ορμή: Πήρε τράτο και πήδησε τον τοίχο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τράτο — το, και τράτος, ο, Ν 1. διάστημα, τοπικό ή χρονικό, επαρκές για μια πράξη (α. «δεν έχω τράτο να τόν περιμένω» β. «το παράθυρο έχει τράτο από την κάσα, αλλά δεν κλείνει») 2. συνεκδ. φόρα, ορμή («πήρε τράτο και πήδησε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tratto… …   Dictionary of Greek

  • περιθώριο — το 1. άγραφο μέρος στην άκρη σελίδας βιβλίου ή εντύπου: Το περιθώριο της σελίδας είναι μικρό. 2. κάθε ελεύθερο ή άδειο διάστημα γύρω από μια επιφάνεια, πλαίσιο: Περιθώριο της κορνίζας. 3. μτφ., η ελευθερία για δράση ή κίνηση ανάμεσα σε όρια,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»